Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεβεντο- < λεβέντ(ης) + -ο-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /le.ven.do/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐βε‐ντο-

  Πρόθημα επεξεργασία

λεβεντο-, λεβεντό- και λεβεντ- πριν από φωνήεν

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία