Δείτε επίσης: ἡρωισμός, ηρωινισμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηρωισμός οι ηρωισμοί
      γενική του ηρωισμού των ηρωισμών
    αιτιατική τον ηρωισμό τους ηρωισμούς
     κλητική ηρωισμέ ηρωισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηρωισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική héroïsme < héros + -isme < αρχαία ελληνική ἥρως)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ηρωισμός αρσενικό

  1. ηρωική πράξη, ενέργεια που χαρακτηρίζεται από μεγάλη τόλμη, ακόμη και αυτοθυσία μπροστά στην επιδίωξη ενός υπέρτερου σκοπού
  2. οι ψυχικές ιδιότητες που ωθούν κάποιον σε τέτοιες ηρωικές πράξεις

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία