ηρωισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ηρωισμός | οι | ηρωισμοί |
γενική | του | ηρωισμού | των | ηρωισμών |
αιτιατική | τον | ηρωισμό | τους | ηρωισμούς |
κλητική | ηρωισμέ | ηρωισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ηρωισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική héroïsme < héros + -isme < αρχαία ελληνική ἥρως)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαηρωισμός αρσενικό
- ηρωική πράξη, ενέργεια που χαρακτηρίζεται από μεγάλη τόλμη, ακόμη και αυτοθυσία μπροστά στην επιδίωξη ενός υπέρτερου σκοπού
- οι ψυχικές ιδιότητες που ωθούν κάποιον σε τέτοιες ηρωικές πράξεις
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ήρωας