Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἡρω-
ονομαστική ἥρως οἱ ἥρωες
      γενική τοῦ ἥρωος τῶν ἡρώων
      δοτική τῷ ἥρω τοῖς ἥρωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἥρω τοὺς ἥρωᾰς
     κλητική ! ἥρως ἥρωες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἥρωε
γεν-δοτ τοῖν  ἡρώοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἥρως' όπως «ἥρως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἥρως ήδη ομηρικό < Πιθανό δάνειο ή κατ' άλλη εκδοχή συνδέεται με την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ser [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἥρως αρσενικό

Παράγωγα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία