ηρωινισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηρωινισμός < ηρωίνη + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική heroinism)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηρωινισμός αρσενικό
- η κατάσταση της εξάρτησης απ’ την ηρωίνη
- (ιατρική) η χρόνια, οξεία και νοσηρή κατάσταση ενός οργανισμού, λόγω της εξάρτησης και υπερβολικής χρήσης ηρωίνης