ηρωικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ηρωικός | η | ηρωική | το | ηρωικό |
γενική | του | ηρωικού | της | ηρωικής | του | ηρωικού |
αιτιατική | τον | ηρωικό | την | ηρωική | το | ηρωικό |
κλητική | ηρωικέ | ηρωική | ηρωικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ηρωικοί | οι | ηρωικές | τα | ηρωικά |
γενική | των | ηρωικών | των | ηρωικών | των | ηρωικών |
αιτιατική | τους | ηρωικούς | τις | ηρωικές | τα | ηρωικά |
κλητική | ηρωικοί | ηρωικές | ηρωικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ηρωικός < αρχαία ελληνική ἡρωικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ɾo.iˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίαηρωικός