Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεβεντογέννα οι λεβεντογέννες
      γενική της λεβεντογέννας
    αιτιατική τη λεβεντογέννα τις λεβεντογέννες
     κλητική λεβεντογέννα λεβεντογέννες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεβεντογέννα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεβεντογέννα θηλυκό

  1. αυτή που γέννησε λεβέντες
    η λεβεντογέννα Κρήτη

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία