Δείτε επίσης: Λεβέντης
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λεβέντης οι λεβέντες
& λεβέντηδες
      γενική του λεβέντη των
& λεβέντηδων
    αιτιατική τον λεβέντη τους λεβέντες
& λεβέντηδες
     κλητική λεβέντη λεβέντες
& λεβέντηδες
Κατηγορία όπως «λαχειοπώλης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
λεβέντης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λεβέντης (πεζοναύτης οθωμανικού στόλου, απείθαρχος νέος) < οθωμανική τουρκική لوند (levend) (πεζοναύτης, νταής, παλικαράς) (δείτε και τουρκική levent) < περσική لوند (lawand)[1][2] γενναίος, παλικάρι/παλληκάρι).
Λιγότερο πιθανή,[3] η σύνδεση αυτής της σημασίας της οθωμανικής λέξης με παλαιά ιταλική leventi (πυροβολητής ναύτης ή κουρσάρος από την Ανατολή) < Levante (Ανατολή). Η σύνδεση με την ιταλική λέξη αφορά τη σημασία: μηχανισμός κυλίνδρου για την υφαντική.
Ούτε πιθανή, η σύνδεση κατά τον Σάθα [4] με τη λατινική levis (milites) ελαφρός (στρατιώτης).

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λεβέντης αρσενικό (θηλυκό λεβέντισσα)

  1. ο άντρας που έχει αρετές όπως θάρρος και ειλικρίνεια και αντιμετωπίζει τις δυσκολίες και τους κινδύνους
      Καλύτερα, λεβέντη μου, τη μάχη ν' αποφεύγεις / παρά να κάνεις ταρζανιές, παλικαριές στο βρόντο (Ομήρου Ιλιάδα του Μιχάλη Γκανά, 2019)
     συνώνυμα: παλικάρι/παλληκάρι
  2. ψηλός και γεροδεμένος άντρας με όμορφο παρουσιαστικό

Παροιμίες

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. levent - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
  2. λεβέντης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. «λεβέντης» & εκτενή σχόλια - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  4. Σάθας, Κωνστανίνος. (1885) Έλληνες Στρατιώται εις την Δύσιν, σελ. 24



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. λεβέντης -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
  2. levent - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν