Ανατολή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ανατολή | οι | Ανατολές |
γενική | της | Ανατολής | των | Ανατολών |
αιτιατική | την | Ανατολή | τις | Ανατολές |
κλητική | Ανατολή | Ανατολές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Ανατολή < ανατολή
- (γεωγραφικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική Οrient[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.na.toˈli/
- συλλαβισμός : Α‐να‐το‐λή
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Ανατολή θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- (γεωγραφία) η εκτεταμένη περιοχή που βρίσκεται ανατολικά του ευρωπαϊκού κόσμου, της Δύσης, και διαφοροποιείται πολιτισμικά από αυτόν
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Ανατολή στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «ανατολή» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.