Δείτε επίσης: ανατολίτης
ΔΦΑ : /a.na.toˈli.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ανατολίτης

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ανατολίτης αρσενικό (θηλυκό Ανατολίτισσα)

  1. (πατριδωνυμικό) ο προερχόμενος ή καταγόμενος από την Τουρκία και γενικότερα από χώρα της Εγγύς ή Μέσης Ανατολής ή αυτός που ζει στις χώρες αυτές
  2. (μεταφορικά) εκείνος που θεωρεί τον άνδρα ανώτερο της γυναίκας και φέρεται αναλόγως· ή γενικότερα έχει τις αντιλήψεις και προτιμήσεις των κατοίκων αυτών των χωρών (στον τρόπο ζωής, στις συνήθειες, στο φαγητό, στη συμπεριφορά κ.λπ.)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία