Ανατολίτης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Ανατολίτης < μεσαιωνική ελληνική Ανατολίτης < Ανατολή < αρχαία ελληνική ἀνατολή < ἀνατέλλω < ἀνά + τέλλω
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Ανατολίτης αρσενικό (θηλυκό Ανατολίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο προερχόμενος ή καταγόμενος από την Τουρκία και γενικότερα από χώρα της Εγγύς ή Μέσης Ανατολής ή αυτός που ζει στις χώρες αυτές
- (μεταφορικά) εκείνος που θεωρεί τον άνδρα ανώτερο της γυναίκας και φέρεται αναλόγως· ή γενικότερα έχει τις αντιλήψεις και προτιμήσεις των κατοίκων αυτών των χωρών (στον τρόπο ζωής, στις συνήθειες, στο φαγητό, στη συμπεριφορά κ.λπ.)