Εύα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Εύα | οι | Εύες |
γενική | της | Εύας | — | |
αιτιατική | την | Εύα | τις | Εύες |
κλητική | Εύα | Εύες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Η Εύα της Παλαιάς Διαθήκης στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- Εύα < ελληνιστική κοινή Εὔα < εβραϊκή חוה (khavá)
Προφορά
επεξεργασία
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Εύα θηλυκό
- (θρησκεία) το όνομα της πρώτης γυναίκας, συζύγου του Αδάμ
- γυναικείο όνομα
- ※ Θυμάμαι ονόματα Ποντίων όπως Ευρώπη, Παλάσα, Παρέσα, Ευδοξία, Ευανθία, Αρτεμισία, Ανατολή, Ιφιγένεια, Σουμέλα κ.α. Ποιο κορίτσι σήμερα θα «καταδεχόταν» να έχει ένα τέτοιο όνομα; Δεν είναι in εξάλλου! Έτσι λοιπόν τα ονόματα αλλάζουν προς το Αμερικανικότερον και έγιναν όλες Εύες, Σίες κλπ. (Το Ελληνικό πνεύμα στα βάθη του Πόντου, lelevose.gr, 27/07/2021 )
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Εύα στη Βικιπαίδεια