Εὔα
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Εὔᾰ | ||||||
γενική | τῆς | Εὔᾱς | ||||||
δοτική | τῇ | Εὔᾳ | ||||||
αιτιατική | τὴν | Εὔᾰν | ||||||
κλητική ὦ! | Εὔᾰ | |||||||
Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν) δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σφαῖρα' όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Εὔα (ελληνιστική κοινή) < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή חוה (khavá)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Εὔα θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή , θρησκεία) η Εύα, βιβλικό πρόσωπο
Πηγές επεξεργασία
- Εὔα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.