Σία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σί‐α
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σία | οι | Σίες |
γενική | της | Σίας | — | |
αιτιατική | τη | Σία | τις | Σίες |
κλητική | Σία | Σίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣία θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- ※ Θυμάμαι ονόματα Ποντίων όπως Ευρώπη, Παλάσα, Παρέσα, Ευδοξία, Ευανθία, Αρτεμισία, Ανατολή, Ιφιγένεια, Σουμέλα κ.α. Ποιο κορίτσι σήμερα θα «καταδεχόταν» να έχει ένα τέτοιο όνομα; Δεν είναι in εξάλλου! Έτσι λοιπόν τα ονόματα αλλάζουν προς το Αμερικανικότερον και έγιναν όλες Εύες, Σίες κλπ. (Το Ελληνικό πνεύμα στα βάθη του Πόντου, lelevose.gr, 27/07/2021 [1])
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- Σία < Συντροφία, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική Cie (< Compagnie)
Συντομομορφή
επεξεργασίαΣία θηλυκό συντομογραφία
- (οικονομία, νομικός όρος) της λέξης Συντροφία, για να δηλωθούν οι υπόλοιποι συνέταιροι μιας επιχείρησης που δεν αναφέρονται στον τίτλο/επωνυμία της επιχείρησης
- Γραφείο ταξιδιών Θόμψων και Σία (τίτλος μυθιστορήματος του Ιουλίου Βερν)
- (ειρωνικό) τα υπόλοιπα, εκτός από τον αρχηγό, μέλη μιας παρέας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 3
επεξεργασία- Σία < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣία αρσενικό άκλιτο
- (αιγυπτιακή μυθολογία) θεός που ανήκει στην Εννεάδα της Ηλιούπολης και παρίστανε την αντίληψη
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 4
επεξεργασία- Σία < γενική ενικού του αρσενικού Σίας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣία θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΣία αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Σία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας