Αναστασία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αναστασία | οι | Αναστασίες |
γενική | της | Αναστασίας | των | Αναστασιών |
αιτιατική | την | Αναστασία | τις | Αναστασίες |
κλητική | Αναστασία | Αναστασίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Αναστασία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Ἀναστασία < αρχαία ελληνική ἀνάστασις < ἀνίστημι < ἵστημι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.na.staˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐να‐στα‐σί‐α
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αναστασία θηλυκό (αρσενικό Αναστάσιος)
Συγγενικά επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις Αναστάσιος και στέκομαι