|
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. Για έλεγχο. Λείπουν στοιχεία παραθεμάτων‑‑Sarri.greek ♫ | 04:44, 13 Νοεμβρίου 2023 (UTC).
|
- ἀνίστημι < ἀνά (ἀν-) + ἵστημι
ἀνίστημι μέσο και παθητικό ἀνίσταμαι (ελληνιστική κοινή: ἀνιστάω)
- στήνω όρθιο, κάνω κάποιον να σταθεί, να σηκωθεί, τον σηκώνω από το κρεβάτι, τον ξυπνάω, και ανυψώνομαι, σηκώνομαι, ξυπνάω ως αμετάβατο
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 515
- γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη
- σήκωσε το γέροντα δίνοντάς του το χέρι
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- ανιδρύω, εγείρω, οικοδομώ ή εγείρομαι ως αμετάβατο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 165.1
- ἐν γὰρ τῇ Κύρνῳ εἴκοσι ἔτεσι πρότερον τούτων ἐκ θεοπροπίου ἀνεστήσαντο πόλιν, τῇ οὔνομα ἦν Ἀλαλίη
- υψώνω το ανάστημά μου, στέκομαι ψηλά για να προστατεύσω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 1200
- ὅστις... θανάτων δ᾽ ἐμᾷ χώρᾳ πύργος ἀνέστα
- που ύψωσε το ανάστημά του για τη χώρα μας σαν πύργος ενάντια στο θάνατο
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- ξαναχτίζω, αποκαθιστώ
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Περὶ τῆς ἀτελείας πρὸς Λεπτίνην, 68
- καὶ μετὰ ταῦτα δεῦρ᾽ ἐλθὼν ἀνέστησε τὰ τείχη
- εξεγείρω, αναστατώνω, συγκεντρώνω στρατό, ξεσηκώνω, και αναστατώνομαι, ταράζομαι ως αμετάβατο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 68.2
- κατὰ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους, τοῦ θέρους τελευτῶντος, καὶ Ἀμπρακιῶται αὐτοί τε καὶ τῶν βαρβάρων πολλοὺς ἀναστήσαντες ἐστράτευσαν ἐπ᾽ Ἄργος τὸ Ἀμφιλοχικὸν καὶ τὴν ἄλλην Ἀμφιλοχίαν.
- την ίδια εποχή, όταν τελείωνε το καλοκαίρι, οι Αμβρακιώτες μαζί με πολλούς βαρβάρους που ξεσήκωσαν, εκστρατεύσανε εναντίον του Αμφιλοχικού Άργους και της υπόλοιπης Αμφιλοχίας
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- φεύγω, σηκώνομαι και φεύγω από κάπου για να πάω κάπου αλλού με τη θέλησή μου, για μια δουλειά
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Φαίδων, 166
- ἀνίστατο εἰς οἴκημά τι ὡς λουσόμενος
- αναγκάζω κόσμο να ξεσπιτωθεί, να μεταναστεύσει
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 73.2
- ὡς γὰρ δὴ τὸ πάλαι κατὰ Ἑλένης κομιδὴν Τυνδαρίδαι ἐσέβαλον ἐς γῆν τὴν Ἀττικὴν σὺν στρατοῦ πλήθεϊ καὶ ἀνίστασαν τοὺς δήμους
- διαλύω συγκέντρωση
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 172
- Πηλεΐωνι δ᾽ ἄχος γένετ᾽, ἐν δέ οἱ ἦτορ στήθεσσιν λασίοισι διάνδιχα μερμήριξεν, ἢ ὅ γε φάσγανον ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ τοὺς μὲν ἀναστήσειεν, ὃ δ᾽ Ἀτρεΐδην ἐναρίζοι, ἦε χόλον παύσειεν ἐρητύσειέ τε θυμόν.
- θλίψη κατέβαλε τον γιο του Πηλέα και στα πονεμένα στήθη η καρδιά του χωρίστηκε: να τραβήξει το αιχμηρό σπαθό του από το μηρό και να διαλύσει τη συνάθροιση και να σκοτώσει το γιο του Ατρέα ή να κρατήσει το θυμό του και να...
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- συνέρχομαι από στενοχώρια, βγαίνω από δύσκολη θέση, ξαναστέκομαι ψυχικά ή σωματικά στα πόδια μου, αναρρώνω από ασθένεια
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 665
- ..ὃς τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν μ᾽ ἔνερθεν ὄντ᾽ ἀνέστησας πέρα
- <εσύ γιέ μου> ο οποίος με βοήθησες να ξανασταθώ όρθιος όταν είχα πέσει στα πόδια των εχθρών μου
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 22.4
- αὐτός τε ἐκ τῆς νούσου ἀνέστη
- ανασταίνω από τους νεκρούς
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 135
- ἀλλ᾽ οὔτοι τόν γ᾽ ἐξ Ἀΐδα παγκοίνου λίμνας πατέρ᾽ ἀνστάσεις οὔτε γόοισιν οὔτ᾽ εὐχαῖς.'
- αλλά ποτέ, ούτε με κλάματα γοερά ούτε με προσευχές, δεν θα αναστήσεις τον πατέρα σου από τη λίμνη του Άδη που δέχεται όλους τους ανθρώπους
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- καλώ στο βήμα ως μάρτυρα σε δίκη
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Νόμοι, 11, 937a
- ἐὰν δέ τίς τινα δικάζοντα ἀναστήσηται μάρτυρα, μαρτυρήσας μὴ διαψηφιζέσθω περὶ ταύτης τῆς δίκης
μετοχές:
- ἀναστάς
- ⮡ ἀναστὰς εἶπε... : και εγειρόμενος <από τη θέση του>, είπε
- ⮡ ἐξ εὐνῆς ἀνστᾶσα : όταν σηκώθηκε από το κρε3βάτι, όταν ξύπνησε
- ⮡ ἐξ Ἄρνης ἀναστάντες ὑπὸ Θεσσαλῶν
- ἀνιστάμενος
- ⮡ ἡσυχάσασα ἡ Ἑλλὰς καὶ οὐκέτι ἀνισταμένη (Θουκυδ.)
- ἀνεστηκώς
- ⮡ χώρα ἀνεστηκυῖα (Ηρόδοτος)
ἀνίστημι
Ενεργητικός Ενεστώτας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
ἀνίστημι
|
ἀναστῶ
|
ἀνασταίην
|
-
|
σύ
|
ἀνίστης
|
ἀναστῇς
|
ἀνασταίης
|
ἀνίστη
|
οὗτος
|
ἀνίστησι
|
ἀναστῇ
|
ἀνασταίη
|
ἀναστάτω
|
ἡμεῖς
|
ἀνίσταμεν
|
ἀναστῶμεν
|
ἀνασταίημεν/ἀνασταῖμεν
|
-
|
ὑμεῖς
|
ἀνίστατε
|
ἀναστῆτε
|
ἀνασταίητε/ἀνασταῖτε
|
ἀνίστατε
|
οὗτοι
|
ἀναστᾶσι(ν)
|
ἀναστῶσι(ν)
|
ἀνασταίησαν/ἀνασταῖεν
|
ἀναστάντων / ἀναστάτωσαν
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
ἀναστάναι
|
ἀναστάς (γεν. ἀναστάντος)
|
ἀναστᾶσα
|
ἀναστάν
|
Ενεργητικός Παρατατικός
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
ἀνίστην
|
-
|
-
|
-
|
σύ
|
ἀνίστης
|
-
|
-
|
-
|
οὖτος
|
ἀνίστη
|
-
|
-
|
-
|
ἡμεῖς
|
ἀνίσταμεν
|
-
|
-
|
-
|
ὑμεῖς
|
ἀνίστατε
|
-
|
-
|
-
|
οὗτοι
|
ἀνίστασαν
|
-
|
-
|
-
|
Ενεργητικός Μέλλοντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
ἀναστήσω
|
-
|
ἀναστήσοιμι
|
-
|
σύ
|
ἀναστήσεις
|
-
|
ἀναστήσοις
|
-
|
οὗτος
|
ἀναστήσει
|
-
|
ἀναστήσοι
|
-
|
ἡμεῖς
|
ἀναστήσομεν
|
-
|
ἀναστήσοιμεν
|
-
|
ὑμεῖς
|
ἀναστήσετε
|
-
|
ἀναστήσοιτε
|
-
|
οὗτοι
|
ἀναστήσουσι(ν)
|
-
|
ἀναστήσοιεν
|
-
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
ἀναστήσειν
|
ἀναστήσων
|
ἀναστήσουσα
|
ἀναστῆσον
|
Ενεργητικός Αόριστος α'
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
ἀνέστησα
|
ἀναστήσω
|
ἀναστήσαιμι
|
-
|
σύ
|
ἀνέστησας
|
ἀναστήσῃς
|
ἀναστήσαις / ἀναστήσειας
|
ἀνάστησον
|
οὗτος
|
ἀνέστησε
|
ἀναστήσῃ
|
ἀναστήσαι / ἀναστήσειεν
|
ἀναστησάτω
|
ἡμεῖς
|
ἀνεστήσαμεν
|
ἀναστήσωμεν
|
ἀναστήσαιμεν
|
-
|
ὑμεῖς
|
ἀνεστήσατε
|
ἀναστήσητε
|
ἀναστήσαιτε
|
ἀναστήσατε
|
οὗτοι
|
ἀνέστησαν
|
ἀναστήσωσι(ν)
|
ἀναστήσαιεν / ἀναστήσειαν
|
ἀναστησάντων / ἀναστησάτωσαν
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
ἀναστῆσαι
|
ἀναστήσας
|
ἀναστήσασα
|
ἀναστῆσαν
|
|