ἀνίστημι μέσο και παθητικό ἀνίσταμαι (ελληνιστική κοινή : ἀνιστάω )
στήνω όρθιο , κάνω κάποιον να σταθεί, να σηκωθεί, τον σηκώνω από το κρεβάτι, τον ξυπνάω, και ανυψώνομαι , σηκώνομαι , ξυπνάω ως αμετάβατο
※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος , Ἰλιάς , 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα. ), στίχ. 515
γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη
σήκωσε το γέροντα δίνοντάς του το χέρι
Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
ανιδρύω , εγείρω , οικοδομώ ή εγείρομαι ως αμετάβατο
※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος , Ἱστορίαι , 1 (Κλειώ), 165.1
ἐν γὰρ τῇ Κύρνῳ εἴκοσι ἔτεσι πρότερον τούτων ἐκ θεοπροπίου ἀνεστήσαντο πόλιν, τῇ οὔνομα ἦν Ἀλαλίη
υψώνω το ανάστημά μου, στέκομαι ψηλά για να προστατεύσω
※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς , Οἰδίπους Τύραννος , στίχ. 1200
ὅστις... θανάτων δ᾽ ἐμᾷ χώρᾳ πύργος ἀνέστα
που ύψωσε το ανάστημά του για τη χώρα μας σαν πύργος ενάντια στο θάνατο
Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
ξαναχτίζω , αποκαθιστώ
※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης , Περὶ τῆς ἀτελείας πρὸς Λεπτίνην , 68
καὶ μετὰ ταῦτα δεῦρ᾽ ἐλθὼν ἀνέστησε τὰ τείχη
εξεγείρω , αναστατώνω , συγκεντρώνω στρατό, ξεσηκώνω , και αναστατώνομαι , ταράζομαι ως αμετάβατο
※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης , Ἱστορίαι , 2, 68.2
κατὰ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους, τοῦ θέρους τελευτῶντος, καὶ Ἀμπρακιῶται αὐτοί τε καὶ τῶν βαρβάρων πολλοὺς ἀναστήσαντες ἐστράτευσαν ἐπ᾽ Ἄργος τὸ Ἀμφιλοχικὸν καὶ τὴν ἄλλην Ἀμφιλοχίαν.
την ίδια εποχή, όταν τελείωνε το καλοκαίρι, οι Αμβρακιώτες μαζί με πολλούς βαρβάρους που ξεσήκωσαν , εκστρατεύσανε εναντίον του Αμφιλοχικού Άργους και της υπόλοιπης Αμφιλοχίας
Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
φεύγω , σηκώνομαι και φεύγω από κάπου για να πάω κάπου αλλού με τη θέλησή μου, για μια δουλειά
※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων , Φαίδων , 166
ἀνίστατο εἰς οἴκημά τι ὡς λουσόμενος
αναγκάζω κόσμο να ξεσπιτωθεί, να μεταναστεύσει
※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος , Ἱστορίαι , 9 (Καλλιόπη), 73.2
ὡς γὰρ δὴ τὸ πάλαι κατὰ Ἑλένης κομιδὴν Τυνδαρίδαι ἐσέβαλον ἐς γῆν τὴν Ἀττικὴν σὺν στρατοῦ πλήθεϊ καὶ ἀνίστασαν τοὺς δήμους
διαλύω συγκέντρωση
※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος , Ἰλιάς , 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις. ), στίχ. 172
Πηλεΐωνι δ᾽ ἄχος γένετ᾽, ἐν δέ οἱ ἦτορ στήθεσσιν λασίοισι διάνδιχα μερμήριξεν, ἢ ὅ γε φάσγανον ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ τοὺς μὲν ἀναστήσειεν , ὃ δ᾽ Ἀτρεΐδην ἐναρίζοι, ἦε χόλον παύσειεν ἐρητύσειέ τε θυμόν.
θλίψη κατέβαλε τον γιο του Πηλέα και στα πονεμένα στήθη η καρδιά του χωρίστηκε: να τραβήξει το αιχμηρό σπαθό του από το μηρό και να διαλύσει τη συνάθροιση και να σκοτώσει το γιο του Ατρέα ή να κρατήσει το θυμό του και να...
Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
συνέρχομαι από στενοχώρια, βγαίνω από δύσκολη θέση, ξαναστέκομαι ψυχικά ή σωματικά στα πόδια μου, αναρρώνω από ασθένεια
※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς , Φιλοκτήτης , στίχ. 665
..ὃς τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν μ᾽ ἔνερθεν ὄντ᾽ ἀνέστησας πέρα
<εσύ γιέ μου> ο οποίος με βοήθησες να ξανασταθώ όρθιος όταν είχα πέσει στα πόδια των εχθρών μου
Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος , Ἱστορίαι , 1 (Κλειώ), 22.4
αὐτός τε ἐκ τῆς νούσου ἀνέστη
ανασταίνω από τους νεκρούς
※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς , Ἠλέκτρα , στίχ. 135
ἀλλ᾽ οὔτοι τόν γ᾽ ἐξ Ἀΐδα παγκοίνου λίμνας πατέρ᾽ ἀνστάσεις οὔτε γόοισιν οὔτ᾽ εὐχαῖς.'
αλλά ποτέ, ούτε με κλάματα γοερά ούτε με προσευχές, δεν θα αναστήσεις τον πατέρα σου από τη λίμνη του Άδη που δέχεται όλους τους ανθρώπους
Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
καλώ στο βήμα ως μάρτυρα σε δίκη
※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων , Νόμοι , 11, 937a
ἐὰν δέ τίς τινα δικάζοντα ἀναστήσηται μάρτυρα, μαρτυρήσας μὴ διαψηφιζέσθω περὶ ταύτης τῆς δίκης
μετοχές:
ἀναστάς
⮡ ἀναστὰς εἶπε... : και εγειρόμενος <από τη θέση του>, είπε
⮡ ἐξ εὐνῆς ἀνστᾶσα : όταν σηκώθηκε από το κρε3βάτι, όταν ξύπνησε
⮡ ἐξ Ἄρνης ἀναστάντες ὑπὸ Θεσσαλῶν
ἀνιστάμενος
⮡ ἡσυχάσασα ἡ Ἑλλὰς καὶ οὐκέτι ἀνισταμένη (Θουκυδ.)
ἀνεστηκώς
⮡ χώρα ἀνεστηκυῖα (Ηρόδοτος)
ἀνίστημι
Ενεργητικός Ενεστώτας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἀνίστημι
ἀναστῶ
ἀνασταίην
-
σύ
ἀνίστης
ἀναστῇς
ἀνασταίης
ἀνίστη
οὗτος
ἀνίστησι
ἀναστῇ
ἀνασταίη
ἀναστάτω
ἡμεῖς
ἀνίσταμεν
ἀναστῶμεν
ἀνασταίημεν /ἀνασταῖμεν
-
ὑμεῖς
ἀνίστατε
ἀναστῆτε
ἀνασταίητε /ἀνασταῖτε
ἀνίστατε
οὗτοι
ἀναστᾶσι(ν)
ἀναστῶσι(ν)
ἀνασταίησαν /ἀνασταῖεν
ἀναστάντων / ἀναστάτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἀναστάναι
ἀναστάς (γεν. ἀναστάντος )
ἀναστᾶσα
ἀναστάν
Ενεργητικός Παρατατικός
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἀνίστην
-
-
-
σύ
ἀνίστης
-
-
-
οὖτος
ἀνίστη
-
-
-
ἡμεῖς
ἀνίσταμεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἀνίστατε
-
-
-
οὗτοι
ἀνίστασαν
-
-
-
Ενεργητικός Μέλλοντας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἀναστήσω
-
ἀναστήσοιμι
-
σύ
ἀναστήσεις
-
ἀναστήσοις
-
οὗτος
ἀναστήσει
-
ἀναστήσοι
-
ἡμεῖς
ἀναστήσομεν
-
ἀναστήσοιμεν
-
ὑμεῖς
ἀναστήσετε
-
ἀναστήσοιτε
-
οὗτοι
ἀναστήσουσι(ν)
-
ἀναστήσοιεν
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἀναστήσειν
ἀναστήσων
ἀναστήσουσα
ἀναστῆσον
Ενεργητικός Αόριστος α'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἀνέστησα
ἀναστήσω
ἀναστήσαιμι
-
σύ
ἀνέστησας
ἀναστήσῃς
ἀναστήσαις / ἀναστήσειας
ἀνάστησον
οὗτος
ἀνέστησε
ἀναστήσῃ
ἀναστήσαι / ἀναστήσειεν
ἀναστησάτω
ἡμεῖς
ἀνεστήσαμεν
ἀναστήσωμεν
ἀναστήσαιμεν
-
ὑμεῖς
ἀνεστήσατε
ἀναστήσητε
ἀναστήσαιτε
ἀναστήσατε
οὗτοι
ἀνέστησαν
ἀναστήσωσι(ν)
ἀναστήσαιεν / ἀναστήσειαν
ἀναστησάντων / ἀναστησάτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἀναστῆσαι
ἀναστήσας
ἀναστήσασα
ἀναστῆσαν