μετανίστημι

  1. απομακρύνω κάποιον από τη χώρα του
  2. (κατ’ επέκταση) απομακρύνω ή αποτρέπω
  3. παθητικό, στον αόριστο β' : μεταναστεύω

Συγγενικά

επεξεργασία