ανυψώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαανυψώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ανυψώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανυψώνομαι | ανυψωνόμουν(α) | θα ανυψώνομαι | να ανυψώνομαι | ||
β' ενικ. | ανυψώνεσαι | ανυψωνόσουν(α) | θα ανυψώνεσαι | να ανυψώνεσαι | (ανυψώνου) | |
γ' ενικ. | ανυψώνεται | ανυψωνόταν(ε) | θα ανυψώνεται | να ανυψώνεται | ||
α' πληθ. | ανυψωνόμαστε | ανυψωνόμαστε ανυψωνόμασταν |
θα ανυψωνόμαστε | να ανυψωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ανυψώνεστε | ανυψωνόσαστε ανυψωνόσασταν |
θα ανυψώνεστε | να ανυψώνεστε | (ανυψώνεστε) | |
γ' πληθ. | ανυψώνονται | ανυψώνονταν ανυψωνόντουσαν |
θα ανυψώνονται | να ανυψώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανυψώθηκα | θα ανυψωθώ | να ανυψωθώ | ανυψωθεί | ||
β' ενικ. | ανυψώθηκες | θα ανυψωθείς | να ανυψωθείς | ανυψώσου | ||
γ' ενικ. | ανυψώθηκε | θα ανυψωθεί | να ανυψωθεί | |||
α' πληθ. | ανυψωθήκαμε | θα ανυψωθούμε | να ανυψωθούμε | |||
β' πληθ. | ανυψωθήκατε | θα ανυψωθείτε | να ανυψωθείτε | ανυψωθείτε | ||
γ' πληθ. | ανυψώθηκαν ανυψωθήκαν(ε) |
θα ανυψωθούν(ε) | να ανυψωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ανυψωθεί | είχα ανυψωθεί | θα έχω ανυψωθεί | να έχω ανυψωθεί | ανυψωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ανυψωθεί | είχες ανυψωθεί | θα έχεις ανυψωθεί | να έχεις ανυψωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ανυψωθεί | είχε ανυψωθεί | θα έχει ανυψωθεί | να έχει ανυψωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ανυψωθεί | είχαμε ανυψωθεί | θα έχουμε ανυψωθεί | να έχουμε ανυψωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ανυψωθεί | είχατε ανυψωθεί | θα έχετε ανυψωθεί | να έχετε ανυψωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ανυψωθεί | είχαν ανυψωθεί | θα έχουν ανυψωθεί | να έχουν ανυψωθεί |