Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
compagnie compagnies

compagnie (fr) θηλυκό

  1. η συντροφιά
  2. η εταιρεία
  3. ο λόχος



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία