• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

compagnia

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Ιταλικά (it)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
compagnia compagnie

compagnia (it) θηλυκό

  1. συντροφιά
  2. εταιρεία
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=compagnia&oldid=3785600"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Μαΐου 2017, στις 15:11

Γλώσσες

    • Corsu
    • Čeština
    • Deutsch
    • English
    • Suomi
    • Français
    • Magyar
    • Bahasa Indonesia
    • Ido
    • Italiano
    • 한국어
    • Lombard
    • Polski
    • Sängö
    • Svenska
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Μαΐου 2017, στις 15:11.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie