Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λεβεντόπαιδο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
λεβεντόπαιδ
ο
τα
λεβεντόπαιδ
α
γενική
του
λεβεντόπαιδ
ου
των
λεβεντόπαιδ
ων
αιτιατική
το
λεβεντόπαιδ
ο
τα
λεβεντόπαιδ
α
κλητική
λεβεντόπαιδ
ο
λεβεντόπαιδ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λεβεντόπαιδο
<
λεβέντης
+
παιδί
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λεβεντόπαιδο
ουδέτερο
το
παλικάρι
, ο
λεβέντης
, ο
λεβεντονιός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λεβεντόπαιδο