لوند
Ετυμολογία
επεξεργασία- لوند < (άμεσο δάνειο) περσική لوند (lawand)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε την περσική لوند
Ουσιαστικό
επεξεργασίαلوند (levend)
- (στρατιωτικός όρος) πεζοναύτης, ναύτης του οθωμανικού στόλου με δραστηριοποίηση σε θάλασσα και ακτές
- μέθυσος
- ζαμπαράς
- νταής
Πηγές
επεξεργασία- levent - Türk Dil Kurumu, μονόγλωσσο τουρκικό Λεξικό @sozluk.gov.tr
Περσικά (fa)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαلوند (fa) (lawand)
Απόγονοι
επεξεργασίαلوند (lawand) (περσικά)
- ↷ οθωμανικά τουρκικά: لوند (levend)
Πηγές
επεξεργασία- «λεβέντης» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.