μέθυσος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μέθυσος < αρχαία ελληνική μέθυσος < μεθύω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μέθυσος αρσενικό ή θηλυκό
- που συνηθίζει να μεθάει
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Οι λέξεις που ακολουθούν είναι οικείες.
- βαρελόφρων (χιουμοριστικό)
- κανάτας
- κρασοκανάτας
- κρασοπατέρας
- μεθύστακας
- μπεκρής
- μπεκροκανάτας
- μπεκρόμουτρο
- μπεκρούλιακας