• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μέθυσος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  προσχέδιο λήμματος: μπορείτε να βοηθήσετε επεκτείνοντάς το λήμμα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μέθυσος < αρχαία ελληνική μέθυσος < μεθύω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μέθυσος αρσενικό ή θηλυκό

  • που συνηθίζει να μεθάει

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Οι λέξεις που ακολουθούν είναι οικείες.

  • βαρελόφρων (χιουμοριστικό)
  • κανάτας
  • κρασοκανάτας
  • κρασοπατέρας
  • μεθύστακας
  • μπεκρής
  • μπεκροκανάτας
  • μπεκρόμουτρο
  • μπεκρούλιακας

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • μεθύσι
  • μεθυσμένος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    μέθυσος
  • αγγλικά : inebriate (en), drunkard (en)
  • γαλλικά : ivrogne (fr)
  • ισπανικά : borrachín (es)
  • τουρκικά : ayyaş (tr), sarhoş (tr), şarapçı (tr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μέθυσος&oldid=5247359"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Σεπτεμβρίου 2021, στις 05:40
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Σεπτεμβρίου 2021, στις 05:40.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie