μεθώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεθώ < μεσαιωνική ελληνική μεθώ < αρχαία ελληνική μεθύω < μέθυ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *médʰu (μέλι)
Ρήμα
επεξεργασίαμεθώ
- πίνω οινοπνευματώδη ποτά και οδηγούμαι σε κατάσταση μέθης
- Πίνω και μεθώ, μέρα νύχτα τραγουδώ, / και το ντέρτι μου στο μπουζούκι μου ξεσπώ (Από τραγούδι σε στίχους και μουσική του Σπύρου Περιστέρη)
- δίνω σε κάποιον οινοπνευματώδη ποτά και τον οδηγώ σε κατάσταση μέθης
- (μεταφορικά) βιώνω έντονα συναισθήματα χαράς, ευφροσύνης ή ενθουσιασμού
- Η ιδέα πως ο Βασιλέας τους έφερνε τόσους θησαυρούς μαζεμένους από την Ελλάδα στη φτωχιά όσο και άγρια πατρίδα τους, τους είχε μεθύσει περισσότερο ακόμα και από το κρασί. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μέθη