Τουρκικά (tr)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

şarapçı < şarap + -çı

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ʃɑɾɑpˈt͡ʃɯ /

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

şarapçı

  1. άτομο που παράγει ή/και πουλάει κρασί
  2. άτομο που λατρεύει το κρασί
  3. κρασοκανάτας, μέθυσος, μπεκρής
     συνώνυμα: ayyaş, bekri, içkici, içici

ΚλίσηΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία