κρασοκανάτας
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κρασοκανάτας < κρασοκατάτ(α) + -άς
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κρασοκανάτας αρσενικό
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μέθυσος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κρασοκανάτας
→ δείτε τη λέξη μέθυσος |