Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρασοκανάτα οι κρασοκανάτες
      γενική της κρασοκανάτας
    αιτιατική την κρασοκανάτα τις κρασοκανάτες
     κλητική κρασοκανάτα κρασοκανάτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρασοκανάτα < κρασο- + κανάτα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾa.so.kaˈna.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρα‐σο‐κα‐νά‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρασοκανάτα θηλυκό

  1. (μεταφορικά, σκωπτικό) αυτή ή αυτός που πίνει πολύ και αντέχει τη μεγάλη κατανάλωση κρασιού
    Ο θείος μου ήταν μεγάλη κρασοκανάτα στα νιάτα του.
     συνώνυμα: γερό ποτήρι
    άλλες μορφές: και αρσενικό κρασοκανάτας → και δείτε τη λέξη κρασοπατέρας
  2. (λαϊκότροπο, παρωχημένο) κανάτα για κρασί [1]

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. κρασοκανάταΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)