γερό ποτήρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαγερό ποτήρι ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) γερό ποτήρι
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός ανθρώπου που αντέχει στο ποτό, που μπορεί να πίνει πολύ
Μεταφράσεις
επεξεργασία→ δείτε τις λέξεις γερός και ποτήρι
που αντέχει στο ποτό
|