Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπεκροκανάτα οι μπεκροκανάτες
      γενική της μπεκροκανάτας
    αιτιατική την μπεκροκανάτα τις μπεκροκανάτες
     κλητική μπεκροκανάτα μπεκροκανάτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπεκροκανάτα < μπεκρ(ής) + -ο- + κανάτα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπεκροκανάτα θηλυκό· ·και μπεκροκανάτας αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη μέθυσος

  Μεταφράσεις επεξεργασία