ενεστώτας soak
γ΄ ενικό ενεστώτα soaks
αόριστος soaked
παθητική μετοχή soaked
ενεργητική μετοχή soaking
  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) μουλιάζω, εμποτίζω, μουσκεύω, βουτάω κάτι σε υγρό για λίγο για να γίνει τελείως υγρό ή να μαλακώσει
    ⮡  Soak the clothes before washing them.
    Nα τα μουλιάσεις τα ρούχα πριν τα πλύνεις.
    ⮡  My hands were soaked from so many hours in the sea.
    Mούλιασαν τα χέρια μου τόσες ώρες μέσα στη θάλασσα.
    ⮡  I soak the cotton in alcohol.
    Εμποτίζω το βαμβάκι με οινόπνευμα.
    ⮡  Give the sheets a good soak overnight.
    Βάλε τα σεντόνια αποβραδίς να μουσκέψουν καλά.
  2. (μεταβατικό) μουσκεύω, καταβρέχω, περνάω, κάνω κάποιον ή κάτι τελείως βρεγμένο
    ⮡  He soaked his face in the clear stream.
    Μούσκεψε το πρόσωπό του στο καθαρό ρυάκι.
    ⮡  We got caught in the shower and were soaked.
    Μας έπιασε η μπόρα και μουσκέψαμε για καλά.
    ⮡  You are soaked! Go and change!
    Είσαι μουσκεμένος! Πήγαινε ν' αλλάξεις!
    ⮡  We couldn’t find a place to shelter from the rain and got soaked.
    Δε βρήκαμε μέρος να φυλαχτούμε από τη βροχή και καταβρεχτήκαμε.
    ⮡  The rain soaked us to the skin.
    Η βροχή μας πέρασε ως το κόκκαλο.
     συνώνυμα: drench
  3. (αμετάβατο) περνάω, για υγρό, μπαίνω ή περνάω από κάτι
    ⮡  The rain soaked through the roof.
    Η βροχή πέρασε τη στέγη.

Εκφράσεις

επεξεργασία