drench
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | drench |
γ΄ ενικό ενεστώτα | drenches |
αόριστος | drenched |
παθητική μετοχή | drenched |
ενεργητική μετοχή | drenching |
Ρήμα
επεξεργασία- περνάω, κάνω κάτι τελείως υγρό
Πηγές
επεξεργασία- drench - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ