ενεστώτας drench
γ΄ ενικό ενεστώτα drenches
αόριστος drenched
παθητική μετοχή drenched
ενεργητική μετοχή drenching
  • περνάω, κάνω κάτι τελείως υγρό
    ⮡  The rain drenched us to the skin.
    Η βροχή μας πέρασε ως το κόκκαλο.
     συνώνυμα: soak