Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /em.boˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμποτίζω
παλιότερος συλλαβισμός: εμποτίζω

εμποτίζω, αόρ.: εμπότισα, παθ.φωνή: εμποτίζομαι, π.αόρ.: εμποτίσθηκα/εμποτίστηκα, μτχ.π.π.: εμποτισμένος

  1. (κυριολεκτικά) μουσκεύω κάτι ως το εσωτερικό του
  2. (μεταφορικά) επηρεάζω κάποιον με μια ιδέα, ένα συναίσθημα κ.λπ., μέχρι να τα ενστερνιστεί

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία