Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμποτισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εμποτισμέν
ος
η
εμποτισμέν
η
το
εμποτισμέν
ο
γενική
του
εμποτισμέν
ου
της
εμποτισμέν
ης
του
εμποτισμέν
ου
αιτιατική
τον
εμποτισμέν
ο
την
εμποτισμέν
η
το
εμποτισμέν
ο
κλητική
εμποτισμέν
ε
εμποτισμέν
η
εμποτισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εμποτισμέν
οι
οι
εμποτισμέν
ες
τα
εμποτισμέν
α
γενική
των
εμποτισμέν
ων
των
εμποτισμέν
ων
των
εμποτισμέν
ων
αιτιατική
τους
εμποτισμέν
ους
τις
εμποτισμέν
ες
τα
εμποτισμέν
α
κλητική
εμποτισμέν
οι
εμποτισμέν
ες
εμποτισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
εμποτισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
εμποτίζω