εμποτισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμποτισμός < εμποτισ- (εμποτίζω) + -μός < (εν-) εμ- + ποτίζω < αρχαία ελληνική ποτίζω < πότος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₃- (πίνω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /em.bo.tiˈzmos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
εμποτισμός αρσενικό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εμποτίζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμποτισμός