ποτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ποτίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ποτίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /poˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐τί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαποτίζω, πρτ.: πότιζα, στ.μέλλ.: θα ποτίσω, αόρ.: πότισα, παθ.φωνή: ποτίζομαι, π.αόρ.: ποτίστηκα, μτχ.π.π.: ποτισμένος
- (μεταβατικό)ρίχνω νερό στο χώμα όπου είναι φυτεμένα κάποια φυτά
- ⮡ τώρα πού θα λείπω, θα μου ποτίζεις τα λουλούδια μου;
- ⮡ ξέχασα να ποτίσω αυτή τη γλάστρα και μαράθηκε το λουλούδι
- αρδεύω
- ⮡ είχαν εξελιγμένο σύστημα από αυλάκια για να ποτίζουν τα χωράφια τους
- (μεταβατικό) δίνω νερό σε ζώα για να πιούν
- ※ Δεν θαρρείς πως όπου να 'ναι θα 'ρθουν οι βοσκοί της Αρκαδίας, να ποτίσουν τα κοπάδια τους; (Μ. Καραγάτσης Με τον Καραβέλη στον Όλυμπο (1935) [διήγημα])
- (μεταβατικό) δίνω νερό ή κρασί σε κάποιον, π.χ. φιλοξενούμενο
- ⮡ τόσο καιρό τους ταΐζαμε και τους ποτίζαμε και ποιο το ευχαριστώ;
- (μεταβατικό) δίνω σε κάποιον κάτι επιβλαβές
- ⮡ σε πότισα νερό, με πότισες φαρμάκι
- (μεταβατικό) εμποτίζω
- ※ έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους (Γιάννης Ρίτσος, ποίημα Ρωμιοσύνη)
- (αμετάβατο) εμποτίζομαι, για υγρό που διεισδύει βαθιά σε ένα υλικό και σχηματίζει ένα ορατό σημάδι
- ⮡ αν σου πέσει κρασί στο μάρμαρο, υπάρχει κίνδυνος να ποτίσει
- (μεταβατικό) διαποτίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ποτίζω | πότιζα | θα ποτίζω | να ποτίζω | ποτίζοντας | |
β' ενικ. | ποτίζεις | πότιζες | θα ποτίζεις | να ποτίζεις | πότιζε | |
γ' ενικ. | ποτίζει | πότιζε | θα ποτίζει | να ποτίζει | ||
α' πληθ. | ποτίζουμε | ποτίζαμε | θα ποτίζουμε | να ποτίζουμε | ||
β' πληθ. | ποτίζετε | ποτίζατε | θα ποτίζετε | να ποτίζετε | ποτίζετε | |
γ' πληθ. | ποτίζουν(ε) | πότιζαν ποτίζαν(ε) |
θα ποτίζουν(ε) | να ποτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πότισα | θα ποτίσω | να ποτίσω | ποτίσει | ||
β' ενικ. | πότισες | θα ποτίσεις | να ποτίσεις | πότισε | ||
γ' ενικ. | πότισε | θα ποτίσει | να ποτίσει | |||
α' πληθ. | ποτίσαμε | θα ποτίσουμε | να ποτίσουμε | |||
β' πληθ. | ποτίσατε | θα ποτίσετε | να ποτίσετε | ποτίστε | ||
γ' πληθ. | πότισαν ποτίσαν(ε) |
θα ποτίσουν(ε) | να ποτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ποτίσει | είχα ποτίσει | θα έχω ποτίσει | να έχω ποτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ποτίσει | είχες ποτίσει | θα έχεις ποτίσει | να έχεις ποτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ποτίσει | είχε ποτίσει | θα έχει ποτίσει | να έχει ποτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ποτίσει | είχαμε ποτίσει | θα έχουμε ποτίσει | να έχουμε ποτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ποτίσει | είχατε ποτίσει | θα έχετε ποτίσει | να έχετε ποτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ποτίσει | είχαν ποτίσει | θα έχουν ποτίσει | να έχουν ποτίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ποτίζομαι | ποτιζόμουν(α) | θα ποτίζομαι | να ποτίζομαι | ||
β' ενικ. | ποτίζεσαι | ποτιζόσουν(α) | θα ποτίζεσαι | να ποτίζεσαι | ||
γ' ενικ. | ποτίζεται | ποτιζόταν(ε) | θα ποτίζεται | να ποτίζεται | ||
α' πληθ. | ποτιζόμαστε | ποτιζόμαστε ποτιζόμασταν |
θα ποτιζόμαστε | να ποτιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ποτίζεστε | ποτιζόσαστε ποτιζόσασταν |
θα ποτίζεστε | να ποτίζεστε | (ποτίζεστε) | |
γ' πληθ. | ποτίζονται | ποτίζονταν ποτιζόντουσαν |
θα ποτίζονται | να ποτίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ποτίστηκα | θα ποτιστώ | να ποτιστώ | ποτιστεί | ||
β' ενικ. | ποτίστηκες | θα ποτιστείς | να ποτιστείς | ποτίσου | ||
γ' ενικ. | ποτίστηκε | θα ποτιστεί | να ποτιστεί | |||
α' πληθ. | ποτιστήκαμε | θα ποτιστούμε | να ποτιστούμε | |||
β' πληθ. | ποτιστήκατε | θα ποτιστείτε | να ποτιστείτε | ποτιστείτε | ||
γ' πληθ. | ποτίστηκαν ποτιστήκαν(ε) |
θα ποτιστούν(ε) | να ποτιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ποτιστεί | είχα ποτιστεί | θα έχω ποτιστεί | να έχω ποτιστεί | ποτισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ποτιστεί | είχες ποτιστεί | θα έχεις ποτιστεί | να έχεις ποτιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ποτιστεί | είχε ποτιστεί | θα έχει ποτιστεί | να έχει ποτιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ποτιστεί | είχαμε ποτιστεί | θα έχουμε ποτιστεί | να έχουμε ποτιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ποτιστεί | είχατε ποτιστεί | θα έχετε ποτιστεί | να έχετε ποτιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ποτιστεί | είχαν ποτιστεί | θα έχουν ποτιστεί | να έχουν ποτιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ποτισμένος - είμαστε, είστε, είναι ποτισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ποτισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ποτισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ποτισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ποτισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ποτισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ποτισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ποτίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασίαποτίζω, μέλλ.: ποτιῶ
Πηγές
επεξεργασία- ποτίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ποτίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.