πότης
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πότης | οι | πότες |
γενική | του | πότη | των | ποτών |
αιτιατική | τον | πότη | τους | πότες |
κλητική | πότη | πότες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πότης < αρχαία ελληνική πότης
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πότης αρσενικό
- αυτός που πίνει (επί το πλείστον οινοπνευματώδη)