Δείτε επίσης: Πότης, πότις
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πότης οι πότες
      γενική του πότη των ποτών
    αιτιατική τον πότη τους πότες
     κλητική πότη πότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πότης αρσενικό (θηλυκό πότρια)

Συγγενικά

επεξεργασία

 δείτε τη λέξη πίνω

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πότης οἱ πόται
      γενική τοῦ πότου τῶν ποτῶν
      δοτική τῷ πότ τοῖς πόταις
    αιτιατική τὸν πότην τοὺς πότᾱς
     κλητική ! πότ πόται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πότ
γεν-δοτ τοῖν  πόταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πότης < ανώμαλο θέμα πο- <  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   όπως στο πίνω + -της

Ουσιαστικό

επεξεργασία