μετριοπότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μετριοπότης | οἱ | μετριοπόται |
γενική | τοῦ | μετριοπότου | τῶν | μετριοποτῶν |
δοτική | τῷ | μετριοπότῃ | τοῖς | μετριοπόταις |
αιτιατική | τὸν | μετριοπότην | τοὺς | μετριοπότᾱς |
κλητική ὦ! | μετριοπότᾰ | μετριοπόται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μετριοπότᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μετριοπόταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμετριοπότης, -ου αρσενικό
- αυτός που πίνει με μέτρο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἀπολογία Σωκράτους πρὸς τοὺς Δικαστάς, 19 @scaife.perseus
- σὺ δὲ εἰπὲ εἴ τινα οἶσθα ὑπʼ ἐμοῦ γεγενημένον ἢ ἐξ εὐσεβοῦς ἀνόσιον ἢ ἐκ σώφρονος ὑβριστὴν ἢ ἐξ εὐδιαίτου πολυδάπανον ἢ [ὡς] ἐκ μετριοπότου οἰνόφλυγα ἢ ἐκ φιλοπόνου μαλακὸν ἢ ἄλλης πονηρᾶς ἡδονῆς ἡττημένον.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἀπολογία Σωκράτους πρὸς τοὺς Δικαστάς, 19 @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασία- μετριοποσία
- μετριοποτίστατος: υπερθετικός βαθμός του μετριοπότης
- → και δείτε τις λέξεις μέτριος και πίνω
Πηγές
επεξεργασία- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- μετριοπότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μετριοπότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.