Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μετριοπότης οἱ μετριοπόται
      γενική τοῦ μετριοπότου τῶν μετριοποτῶν
      δοτική τῷ μετριοπότ τοῖς μετριοπόταις
    αιτιατική τὸν μετριοπότην τοὺς μετριοπότᾱς
     κλητική ! μετριοπότ μετριοπόται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μετριοπότ
γεν-δοτ τοῖν  μετριοπόταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετριοπότης < μέτριο(ς) + -πότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετριοπότης, -ου αρσενικό

  • αυτός που πίνει με μέτρο
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Ἀπολογία Σωκράτους πρὸς τοὺς Δικαστάς, 19 @scaife.perseus
    σὺ δὲ εἰπὲ εἴ τινα οἶσθα ὑπʼ ἐμοῦ γεγενημένον ἢ ἐξ εὐσεβοῦς ἀνόσιον ἢ ἐκ σώφρονος ὑβριστὴν ἢ ἐξ εὐδιαίτου πολυδάπανον ἢ [ὡς] ἐκ μετριοπότου οἰνόφλυγα ἢ ἐκ φιλοπόνου μαλακὸν ἢ ἄλλης πονηρᾶς ἡδονῆς ἡττημένον.

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία