Δείτε επίσης: οινοπότης

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οἰνοπότης οἱ οἰνοπόται
      γενική τοῦ οἰνοπότου τῶν οἰνοποτῶν
      δοτική τῷ οἰνοπότ τοῖς οἰνοπόταις
    αιτιατική τὸν οἰνοπότην τοὺς οἰνοπότᾱς
     κλητική ! οἰνοπότ οἰνοπόται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οἰνοπότ
γεν-δοτ τοῖν  οἰνοπόταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οἰνοπότης < οἰνο- + -πότης. Δείτε οἶνος και πότης, πίνω.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οἰνοπότης, -ου αρσενικό (θηλυκό οἰνοπότις)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία