οἶνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | οἶνος | οἱ | οἶνοι |
γενική | τοῦ | οἴνου | τῶν | οἴνων |
δοτική | τῷ | οἴνῳ | τοῖς | οἴνοις |
αιτιατική | τὸν | οἶνον | τοὺς | οἴνους |
κλητική ὦ! | οἶνε | οἶνοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οἴνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | οἴνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οἶνος < Ϝοινος < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wóih₁nom < ρίζα *woino-. Συγγενή: ήδη μυκηναϊκή 𐀺𐀜 (wo-no, Ϝοινος), λατινική vinum (< γαλλική vin, αγγλική wine)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοἶνος, -ου αρσενικό
- (ποτό) οίνος, κρασί
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 293 (293-294)
- οἶνός σε τρώει μελιηδής, ὅς τε καὶ ἄλλους | βλάπτει, ὃς ἄν μιν χανδὸν ἕλῃ μηδ᾽ αἴσιμα πίνῃ.
- Αλλά σ᾽ έχει βαρέσει εσένα το γλυκό κρασί, που κι άλλους έβλαψε, | όποιον ξεδιάντροπα σαν καταβόθρα πίνει.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- οἶνός σε τρώει μελιηδής, ὅς τε καὶ ἄλλους | βλάπτει, ὃς ἄν μιν χανδὸν ἕλῃ μηδ᾽ αἴσιμα πίνῃ.
- ※ 7ος/6ος πκε αιώνας Αλκαίος, Απόσπασμα 366
- οἶνος, ὦ φίλε παῖ, καὶ ἀλάθεα.
- Αγαπημένο μου παιδί, είναι κι αλήθεια το κρασί.
- Μετάφραση: Ηλίας Βουτιερίδης @greek-language.gr
- ΣτΕ: Το κρασί αποκαλύπτει την αλήθεια. → δείτε τη λατινική φράση in vino veritas.
- οἶνος, ὦ φίλε παῖ, καὶ ἀλάθεα.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 11.3
- διὰ πάντων δὲ διεξελθόντες τῶν παίδων οἶνόν τε καὶ ὕδωρ ἐσεφόρεον ἐς αὐτόν, ἐμπιόντες δὲ τοῦ αἵματος πάντες οἱ ἐπίκουροι οὕτω δὴ συνέβαλον.
- Και όταν τα ξέκαναν όλα τα παιδιά, έριξαν μέσα στον κρατήρα κρασί και νερό, ήπιαν όλοι οι μισθοφόροι απ᾽ αυτό το αίμα, και τότε άρχισε η συμπλοκή.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- διὰ πάντων δὲ διεξελθόντες τῶν παίδων οἶνόν τε καὶ ὕδωρ ἐσεφόρεον ἐς αὐτόν, ἐμπιόντες δὲ τοῦ αἵματος πάντες οἱ ἐπίκουροι οὕτω δὴ συνέβαλον.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 77.4
- οἴνῳ δὲ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ διαχρέωνται· οὐ γάρ σφί εἰσι ἐν τῇ χώρῃ ἄμπελοι.
- Όσο για το κρασί που πίνουν, είναι καμωμένο από κριθάρι, γιατί στη χώρα τους δεν υπάρχουν αμπέλια.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ΣτΕ: Ο Ηρόδοτος αναφέρεται σε ένα είδος μπύρας, που παρασκεύαζαν οι Αιγύπτιοι.
- οἴνῳ δὲ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ διαχρέωνται· οὐ γάρ σφί εἰσι ἐν τῇ χώρῃ ἄμπελοι.
- ※ 3ος πκε αιώνας Ασκληπιάδης ο Σάμιος, Επίγραμμα 135 στην ⌘ Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 12ο, επίγραμμα 135, οἶνος ἔρωτος ἔλεγχος
- οἶνος ἔρωτος ἔλεγχος· ἐρᾶν ἀρνεύμενον ἡμῖν
ἤτασαν αἱ πολλαὶ Νικαγόρην προπόσεις·
καὶ γὰρ ἐδάκρυσεν καὶ ἐνύστασε καί τι κατηφὲς
ἔβλεπε, χὠ σφιγχθεὶς οὐκ ἔμενε στέφανος.- «Οἶνος ἔρωτος ἔλεγχος». Τον έρωτά του μας αρνιόταν
ο Νικαγόρας, μα από το κρασί προδόθηκε, όταν
δάκρυσε κι έσκυψε το πρόσωπο - και θλίψη ήταν γεμάτος
και το στεφάνι απ᾽ το κεφάλι του γλίστρησε κάτω. - Μετάφραση: Νίκος Χ. Χουρμουζιάδης, @greek-language.gr
- ΣτΕ: Η οινοποσία κάνει τον Νικαγόρα να αποκαλυφθεί ότι είναι ερωτευμένος.
- «Οἶνος ἔρωτος ἔλεγχος». Τον έρωτά του μας αρνιόταν
- οἶνος ἔρωτος ἔλεγχος· ἐρᾶν ἀρνεύμενον ἡμῖν
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 293 (293-294)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
οἰνo-
οἰνo-
- οἰνο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα οινο- στο Βικιλεξικό όπως οἰνοχόος, ἐνοινοφλύω, οἰναγγεῖον, οἰνηγός Οἰνόφυτα
- Λέξεις οἰν- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
και
- ἄνοινος
- ἄοινος
- δύσοινος
- ἐξοινέω
- ἐξοινία
- ἐξοινίζω
- ἐξοινόομαι
- ἔξοινος
- ἔνοινος
- ἐπιοίνιος
- εὐοινέω
- εὐοινία
- εὐοίνιστος
- εὔοινος
- ἡδυοινία
- ἡδύοινος
- θέοινος
- κακοοινία
- καλλιοινία
- κάροινον
- κατοινόομαι
- κάτοινος
- μισοινία
- μίσοινος
- οἰναρέα
- οἰνάρεον
- οἰνάρεος
- οἰνάριον
- οἰναρίς
- οἰναρίζω
- οἴναρον
- οἴναρος
- οἰνηρός
- οἰνήρυσις
- οἰνιάς
- οἰνιαστήρια
- οἰνίδιον
- οἰνίζω, οἰνίζομαι
- οἰνικός
- οἴνινος
- οἰνίσκος
- οἰνιστήρια
- οἰνιψυκτήρ
- οἰνοειδής
- οἰνόεις
- οἰνόω
- οἶνοψ
- οἰνώδης
- οἰνών
- οἰνωπός
- οἰνωροί
- οἴνωσις
- οἴνωτρον
- οἰνώψ
- ὀλιγόϊνος
- πανθοινία
- πάνθοινος
- παροινέω
- παροίνημα
- παροινία
- παροινιάζω
- παροινικός
- παροίνιος
- πάροινος
- πολυοινέω
- πολυοινία
- πολύοινος
- ὑπέροινος
- ὕποινος
- φερέοινος
- φιλοινία
- φίλοινος
Πηγές
επεξεργασία- οἶνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οἶνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.