↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οἰνοχόος οἱ οἰνοχόοι
      γενική τοῦ οἰνοχόου τῶν οἰνοχόων
      δοτική τῷ οἰνοχό τοῖς οἰνοχόοις
    αιτιατική τὸν οἰνοχόον τοὺς οἰνοχόους
     κλητική ! οἰνοχόε οἰνοχόοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οἰνοχόω
γεν-δοτ τοῖν  οἰνοχόοιν
Πάντα ασυναίρετο.
2η κλίση, ομάδα 'πλόος πλοῦς', Κατηγορία 'πλόος' όπως «πλόος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οἰνοχόος < οἰνοχόϜος (γι' αυτό, πάντα απαντά ασυναίρετο)[1] < οἰνο- + -χόος (χέω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οἰνοχόος αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. §235D - Smyth, Herbert Weir (1920) A Greek grammar for colleges. (Ελληνική [αρχαία] γραμματική για τα κολλέγια). (στα αγγλικά) Νέα Υόρκη: American Book Company