𐀺𐀜
Ετυμολογία
επεξεργασία- 𐀺𐀜 < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *uoh₁i-no-[1] (οίνος) < *wéyh₁ō (οίνος)
Ουσιαστικό
επεξεργασία𐀺𐀜 (wo-no) αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Juan Piquero Rodríguez, Alberto Bernabé Pajares, Francisco Aura Jorro, El léxico del griego micénico (LGM): Index graecitatis, estudio y actualización bibliográfica, Μαδρίτη 2017, λήμμα οἶνος, σελ. 297-298.
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ οἶνος - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.