vinum
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- vinum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *woino-, *wóih₁nom. Συγγενικό με το (αρχαία ελληνική) οἶνος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαvinum (la) ουδέτερο
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vinum | vina |
γενική | vinī | vinōrum |
δοτική | vinō | vinīs |
αιτιατική | vinum | vina |
κλητική | vinum | vina |
αφαιρετική | vinō | vinīs |