ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὕποινος τὸ ὕποινον
      γενική τοῦ/τῆς ὑποίνου τοῦ ὑποίνου
      δοτική τῷ/τῇ ὑποίν τῷ ὑποίν
    αιτιατική τὸν/τὴν ὕποινον τὸ ὕποινον
     κλητική ! ὕποινε ὕποινον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὕποινοι τὰ ὕποιν
      γενική τῶν ὑποίνων τῶν ὑποίνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὑποίνοις τοῖς ὑποίνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὑποίνους τὰ ὕποιν
     κλητική ! ὕποινοι ὕποιν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑποίνω τὼ ὑποίνω
      γεν-δοτ τοῖν ὑποίνοιν τοῖν ὑποίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὕποινος (ελληνιστική κοινή) < ὕπ- + αρχαία ελληνική οἶνος

  Επίθετο

επεξεργασία

ὕποινος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. που βρίσκεται υπό την επήρεια του κρασιού, μέθυσος
  2. πλήρης οίνου

Συγγενικά

επεξεργασία