Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φίλοινος < αρχ. ρήμα φιλῶ + οἴνος

  Επίθετο επεξεργασία

φίλοινος

  • αυτός που αγαπά το κρασί και έμμεσα αυτός που πίνει πιο συχνά και πιο πολύ από το μέσο άνδρα, ο πότης, ο κρασοπατέρας


Συγγενικά επεξεργασία