Δείτε επίσης: οινόφλυξ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
οἰνοφλῠγ-
ονομαστική / οἰνόφλυξ οἱ/αἱ οἰνόφλυγες
      γενική τοῦ/τῆς οἰνόφλυγος τῶν οἰνοφλύγων
      δοτική τῷ/τῇ οἰνόφλυγ τοῖς/ταῖς οἰνόφλυξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν οἰνόφλυγ τοὺς/τὰς οἰνόφλυγᾰς
     κλητική ! οἰνόφλυξ οἰνόφλυγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οἰνόφλυγε
γεν-δοτ τοῖν  οἰνοφλύγοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πτέρυξ' όπως «πτέρυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οἰνόφλυξ < οἶνος + φλύω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οἰνόφλυξ, -ῠγος αρσενικό ή θηλυκό

  • μέθυσος, μπεκρής, μεθυσμένος
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Προρρητικόν, (Prorrheticon I), 2.2, @scaife.perseus
    εἰ γὰρ οὗτοι οἱ ἄνθρωποι οἰνόφλυγες εἶεν, ἢ κρεηφαγοῖεν, ἢ ἀγρυπνοῖεν, ἢ τῷ ψύχει ἢ τῷ θάλπει ἀλογίστως ὁμιλοῖεν, πολλαὶ ἐλπίδες ἐκ τουτέων τῶν διαιτημάτων παραφρονῆσαι αὐτούς.
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Ἀπολογία Σωκράτους πρὸς τοὺς Δικαστάς, 19 @scaife.perseus
    σὺ δὲ εἰπὲ εἴ τινα οἶσθα ὑπʼ ἐμοῦ γεγενημένον ἢ ἐξ εὐσεβοῦς ἀνόσιον ἢ ἐκ σώφρονος ὑβριστὴν ἢ ἐξ εὐδιαίτου πολυδάπανον ἢ [ὡς] ἐκ μετριοπότου οἰνόφλυγα ἢ ἐκ φιλοπόνου μαλακὸν ἢ ἄλλης πονηρᾶς ἡδονῆς ἡττημένον.
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w Ὅσα περὶ οἰνοποσίαν καὶ μέθην, 3.26 @scaife.perseus
    Διὰ τί οἱ οἰνόφλυγες τρέμουσιν, καὶ μᾶλλον ὅσῳ ἂν ἀκρατοποτῶσιν; ἔστιν δὲ ὁ μὲν οἶνος θερμαντικός, ὁ δὲ τρόμος γίνεται μάλιστα ὑπὸ ψυχροῦ, διὸ οἱ ῥιγῶντες μάλιστα τρέμουσιν.