Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οινόφλυξ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
οινόφλυξ
<
αρχαία ελληνική
οἰνόφλυξ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οινόφλυξ
αρσενικό ή θηλυκό
ο
μεθυσμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οινόφλυξ
γαλλικά
:
ivre
(fr)
ισπανικά
:
ebrio
(es)
,
beodo
(es)
πολωνικά
:
pijany
(pl)