• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

οινοπότης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : οἰνοπότης

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Δείτε επίσης
      • 1.2.4 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οινοπότης οι οινοπότες
      γενική του οινοπότη των οινοποτών
    αιτιατική τον οινοπότη τους οινοπότες
     κλητική οινοπότη οινοπότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
οινοπότης < αρχαία ελληνική οἰνοπότης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

οινοπότης αρσενικό

  • αυτός που πίνει (επί το πλείστον) κρασί

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • οινόφιλος
  • κρασοπότης

Συγγενικά

επεξεργασία
  • οινοποσία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • ουζοπότης

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    οινοπότης
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=οινοπότης&oldid=7111327"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 16:40

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 16:40. Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας