οινόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαοινόφιλος, -η, -ο
- που του αρέσει το κρασί
- Βέβαια, ο κάθε γνήσιος οινόφιλος, θα σας πει πως αν δεν αντέχεις να το πιεις, μην το ανοίξεις καθόλου. (*)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοινόφιλος αρσενικό (θηλυκό: οινόφιλη)
- αυτός που του αρέσει το κρασί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ουσιαστικό
επίθετο