↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οινόφιλος η οινόφιλη το οινόφιλο
      γενική του οινόφιλου της οινόφιλης του οινόφιλου
    αιτιατική τον οινόφιλο την οινόφιλη το οινόφιλο
     κλητική οινόφιλε οινόφιλη οινόφιλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οινόφιλοι οι οινόφιλες τα οινόφιλα
      γενική των οινόφιλων των οινόφιλων των οινόφιλων
    αιτιατική τους οινόφιλους τις οινόφιλες τα οινόφιλα
     κλητική οινόφιλοι οινόφιλες οινόφιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οινόφιλος < οινο- (< οίνος) + -φιλος (< φίλος)

  Επίθετο

επεξεργασία

οινόφιλος, -η, -ο

  • που του αρέσει το κρασί
    Βέβαια, ο κάθε γνήσιος οινόφιλος, θα σας πει πως αν δεν αντέχεις να το πιεις, μην το ανοίξεις καθόλου. (*)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οινόφιλος αρσενικό (θηλυκό: οινόφιλη)

  • αυτός που του αρέσει το κρασί

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία