ουζοπότης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουζοπότης αρσενικό
- κάποιος που επιδίδεται σε ουζοποσία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ουζοπότης
|
ουζοπότης αρσενικό
|