Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ουζοποσία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ουζοποσί
α
οι
ουζοποσί
ες
γενική
της
ουζοποσί
ας
των
ουζοποσι
ών
αιτιατική
την
ουζοποσί
α
τις
ουζοποσί
ες
κλητική
ουζοποσί
α
ουζοποσί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ουζοποσία
<
ούζο
+
-ο-
+
πόση
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ουζοποσία
θηλυκό
η
πόση
μεγάλης
ποσότητας
ούζου
Συγγενικά
επεξεργασία
ουζοπότης
→
δείτε
τις λέξεις
ούζο
και
πίνω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
οινοποσία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ουζοποσία