ούζο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ούζο | τα | ούζα |
γενική | του | ούζου | των | ούζων |
αιτιατική | το | ούζο | τα | ούζα |
κλητική | ούζο | ούζα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ούζο < (άμεσο δάνειο) τουρκική üzüm (σταφύλι)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ούζο ουδέτερο
- (ποτό) είδος παραδοσιακού αλκοολούχου ποτού της Τουρκίας και της Ελλάδας με μεγάλη περιεκτικότητα σε αλκοόλ
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- ούζο στη Βικιπαίδεια
- τσίπουρο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ούζο
Επεξεργασία
- ↑ Καραποτόσογλου, Κώστας. "Ἐτυμολογικὲς παρατηρήσεις", Graeco–Arabica 3 (1984) σελ.229-257