ούζο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ούζο | τα | ούζα |
γενική | του | ούζου | των | ούζων |
αιτιατική | το | ούζο | τα | ούζα |
κλητική | ούζο | ούζα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ούζο < (άμεσο δάνειο) τουρκική üzüm (σταφύλι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαούζο ουδέτερο
- (ποτό) είδος παραδοσιακού αλκοολούχου ποτού της Τουρκίας και της Ελλάδας με μεγάλη περιεκτικότητα σε αλκοόλ
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ούζο στη Βικιπαίδεια
- τσίπουρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ούζο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Καραποτόσογλου, Κώστας. "Ἐτυμολογικὲς παρατηρήσεις", Graeco–Arabica 3 (1984) σελ.229-257
Πηγές
επεξεργασία- ούζο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ούζο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)