ουζοκατάνυξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ουζοκατάνυξη | οι | ουζοκατανύξεις |
γενική | της | ουζοκατάνυξης* | των | ουζοκατανύξεων |
αιτιατική | την | ουζοκατάνυξη | τις | ουζοκατανύξεις |
κλητική | ουζοκατάνυξη | ουζοκατανύξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ουζοκατανύξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαουζοκατάνυξη θηλυκό
- (σκωπτικό, οικείο) πολύ μεγάλη κατανάλωση ούζου μαζί με παρέα
Συγγενικά
επεξεργασία- κρασοκατάνυξη
- τσιπουροκατάνυξη
- → και δείτε τις λέξεις ούζο και κατάνυξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ουζοκατάνυξη
|
Πηγές
επεξεργασία- ουζοκατάνυξη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)